Διάρκεια: 126′
Πρωταγωνιστούν: Chris Evans, Jamie Bell, Tilda Swindon, Ed Harris, κ.α.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3 / 5
Σωτήριον έτος 2031 μ.Χ. Μετά από ένα αποτυχημένο πείραμα, για να ανακοπεί το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη, μια νέα εποχή παγετώνων έχει εξοντώσει σχεδόν κάθε ζωντανό οργανισμό πάνω στη Γη. Οι μόνοι επιζήσαντες είναι οι ταξιδιώτες του Snowpiercer, ενός τρένου με κινητήρα αέναης κίνησης. Οι επιβαίνοντες της «οικονομικής θέσης», μη μπορώντας να ανεχθούν πλέον τις κακές συνθήκες διαβίωσης, επαναστατούν και επιχειρούν να πάρουν τον έλεγχο του κινητήρα που η ελίτ της «πρώτης θέσης» θεωρεί «ιερό».
Το Snowpiercer αποτελεί μια ταινία που έκανε πάταγο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και γενικότερα μας έρχεται με ένα τεράστιο hype και σχόλια ακόμα και για ταινία της χρονιάς ή μια από τις περιπέτειες που θα αφήσουν εποχή. Ως συνήθως, για τέτοιες ταινίες ισχύουν παροιμίες όπως “όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα μικρό καλάθι”, ωστόσο η ταινία για μεγάλο διάστημα (κυρίως στο πρώτο της μέρος) σε έχει πείσει για κάτι πολύ μεγάλο.
H ταινία χωρίς αμφιβολία φέρει την σφραγίδα του Joon-ho Bong (ο οποίος είχε καταπλήξει με την ταινία-έκπληξη Μνήμες εγκλήματος του 2003 και το Host του 2006), βάζοντας σε μια περιπέτεια που άνετα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια κοινότυπη ταινία δράσης, την αύρα του Κορεάτικου κινηματογράφου. H ταινία είναι πάνω απ’ όλα ατμοσφαιρική έτσι ώστε να νομίζει κανείς ότι όντως βρίσκεται μέσα σε τρένο και η μετάβαση από βαγόνι σε βαγόνι κρύβει αρκετές εκπλήξεις.
Ο Κορεάτης σκηνοθέτης έχει θέσει τις βάσεις του για την ταινία, πρώτα απ’ όλα με το στιβαρό του σενάριο, το οποίο ουσιαστικά αναφέρεται στις ταξικές διαφορές και στην επανάσταση που μπορεί να γίνει για να ανατρέψει τα δεδομένα. Οι διάλογοι, οι ερμηνείες και γενικότερα η όλη εξέλιξη της πλοκής είναι υποδειγματική για τουλάχιστον 3/4 της ταινίας. Δυστυχώς, το τελευταίο μέρος δεν είναι αντάξιο της προηγούμενης διάρκειας και το φινάλε είναι πρόχειρο και απογοητευτικό.
Το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο σε όλη την διάρκεια της ταινίας, καθώς ο θεατής και δένεται με τους ηθοποιούς και συν τοις άλλοις η όλη εξέλιξη και μερικές ανατροπές τον κρατούν καρφωμένο στην θέση του. Τα εφέ είναι έξοχα τοποθετημένα στην όλη δράση και αρκετά πειστικά (ίσως θα μπορούσαν να προσεχθούν λίγο παραπάνω τα εξωτερικά πλάνα), ενώ υπάρχει μια αξιοσημείωτη ισορροπία μεταξύ δράσης και εξέλιξης.
Ο Chris Evans αναμφίβολα κλέβει την παράσταση, σε έναν κόντρα ρόλο δεδομένου ότι τον έχουμε συνηθίσει σε ρόλους χαριτωμένους και πιο light αναμφίβολα, συμπεριλαμβανομένου και του Captain America. Αν και μια ακόμα ταινία, που είχε διαφοροποιηθεί αλλά πέρασε στα ψιλά ήταν και το Puncture, το οποίο βέβαια είχε περάσει στα ψιλά. Εδώ έχει τα ηνία της ταινίας και τα καταφέρνει θαυμάσια, αποδεικνύοντας ότι έχει ταλέντο να παίξει και άλλους ρόλους πέρα από αυτούς του γόη. Από κοντά και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, από τους οποίους φυσικά ξεχωρίζουν οι ερμηνευτικοί ογκόλιθοι John Hurt και η αγνώριστη Tilda Swindon.
Όπως είπαμε σε γενικές γραμμές η ταινία είναι πολύ καλή, αλλά δυστυχώς δεν καταφέρνει να κάνει το βήμα παραπάνω και αυτό οφείλεται κυρίως στην μεγάλη καθοδική πορεία που έχει στο τελευταίο ημίωρο, εκεί όπου ότι έχει χτιστεί δεν γκρεμίζεται ακριβώς αλλά καταφέρνει να “χάσει” πολύ από την δυναμική της η ταινία.
Ίσως μια Κορεάτικη εκδοχή να μην είχε να διαχειριστεί και κάποιες συμβατικές λύσεις στις οποίες προέβη ο σκηνοθέτης, ωστόσο για να μην είμαστε και άδικοι η ταινία είναι μια χαρά και βλέπεται με μεγάλη προσήλωση. Αν κατάφερνε να διαφοροποιήσει λίγο το κάπως συμβατικό της φινάλε (έχει και ανατροπές, αλλά δεν καταφέρνει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων), τώρα θα μιλάγαμε πραγματικά για ένα αριστούργημα του είδους. Τουλάχιστον, ας ελπίσουμε να αποτελέσει οδηγό για τις μελλοντικές περιπέτειες, στις οποίες δεν χρειάζεται να ξοδευτούν ένα σωρό χρήματα μόνο για εφέ.
Share
Δείτε ακόμα στο Cineramen