Οι αποκαλύψεις για την ταινία Κάλπικη Λίρα

0
1416
Βαθμολόγησε το άρθρο
[Total: 3 Average: 1.3]

Η Κάλπικη Λίρα, μπορεί να είναι του 1955 ωστόσο αποτελεί ακόμα και σήμερα μια από τις κορυφαίες Ελληνικές ταινίες που έγιναν ποτέ. Η σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Τζαβέλλα, σε δικό του σενάριο, ενώ πρωταγωνιστούν οι Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλια Λιβυκού, Ορέστης Μακρής, Μίμης Φωτόπουλος, Σπεράντζα Βρανά, Δημήτρης Χορν και Έλλη Λαμπέτη. Από το ellinikoskinimatografos.gr βρήκαμε 8 αποκαλύψεις για την ταινία:

 

1. Η ταινία, “Η κάλπικη λίρα” γυρίστηκε τους φθινοπωρινούς μήνες του 1954 με σκοπό η πρεμιέρα να γίνει την παραμονή των Χριστουγέννων. Όμως επειδή ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης, Γιώργος Τζαβέλλας ήθελε η ταινία αυτή να είναι άψογη απ’ όλες τις πλευρές ζήτησε η πρεμιέρα της κάλπικης λίρας να καθυστερήσει λίγες ακόμα εβδομάδες.
Έτσι η μεγαλειώδης και θριαμβευτική πρεμιέρα της πρώτης ταινίας του Ελληνικού κινηματογράφου που είχε στο καστ δέκα μεγάλους πρωταγωνιστές πραγματοποιήθηκε έναν μήνα αργότερα στις 24 Ιανουαρίου του 1955.

2. Για τον ρόλο της καλοκάγαθης συζύγου του Ορέστη Μακρή της τρίτης ιστορίας αρχικά είχε γίνει πρόταση από τον Γιώργο Τζαβέλλα στην σπουδαία Γεωργία Βασιλειάδου με την οποία είχαν συνεργαστεί στον “Γρουσούζη”. Εκείνη όμως μόλις είχε τελειώσει τα γυρίσματα της ταινίας του Ντίνου Δημόπουλου, “Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας” και αρνήθηκε γιατί ήθελε να ξεκουραστεί εν όψει και της νέας θεατρικής σεζόν.
Έτσι ο ρόλος κατέληξε στην επίσης σπουδαία ηθοποιό Λέλα Πατρικίου.

3. Όλες οι εσωτερικές σκηνές της ταινίας, “Η κάλπικη λίρα” γυρίστηκαν στα στούντιο της Ανζερβός στα σκηνικά που δημιούργησε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος.
Ακόμα κι εκείνες της περίφημης, “σοφίτας” όπου ο Δημήτρης Χορν ζωγράφιζε την αξέχαστη Έλλη Λαμπέτη ενώ του έλεγε το πιο γλυκό, “Σ’αγαπώ” του Ελληνικού κινηματογράφου.
Χαρακτηριστικό όμως είναι ότι ο Βασίλης Λογοθετίδης είναι ο μόνος εκ των πρωταγωνιστών της ταινίας που είχε τις περισσότερες εξωτερικές λήψεις.

4. Πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση για την μοναδική, Ταϋγέτη που τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε αρκετές ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου κι αγαπήθηκε από το κοινό.
Να σημειώσω εδώ πως η εμφάνιση της στην κάλπικη λίρα δεν διαρκεί παραπάνω από 15 δευτερόλεπτα.

5. Το σενάριο αυτής της σπονδυλωτής ταινίας είναι από τα λίγα που ο Φ. Φίνος αρνήθηκε να κάνει την παραγωγή διότι θεωρούσε ότι δεν θα είχε επιτυχία. Φυσικά το μετάνιωσε όταν στο τέλος της σεζόν, “Η κάλπικη λίρα” έκοψε 208.410 εισιτήρια και τερμάτισε πρώτη στα εισιτήρια.

6. Η αμοιβή του αφηγητή της κάλπικης λίρας, του σπουδαίου Δημήτρη Μυράτ ήταν συμβολική. Ενώ οι πιο ακριβοπληρωμένοι ηθοποιοί ήταν οι Δημήτρης Χορν, Έλλη Λαμπέτη, Βασίλης Λογοθετίδης και Μίμης Φωτόπουλος ο οποίος πήρε ειδική άδεια από την Φίνος Φιλμ προκειμένου να μπορέσει να συμμετάσχει στην ταινία.

7. Σήμερα 67 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της ταινίας στους κινηματογράφους από τους βασικούς πρωταγωνιστές των τεσσάρων ιστοριών της κάλπικης λίρας η μόνη εν ζωή είναι η “μικρή Φανίτσα” κατά κόσμον Μαρία Καλαμιώτου.

8. Η υπέροχη αυτή ταινία ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Ελληνικού κινηματογράφου που βραβεύτηκε σε πολλά Φεστιβάλ στο εξωτερικό ενώ είναι και η μόνη που στην Σοβιετική Ένωση προβλήθηκε ταυτόχρονα σε πάνω από χίλιες αίθουσες με τον κόσμο να σχηματίζει ουρές για πάρα πολλές εβδομάδες. Ενώ ο Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Ζωρζ Σαντούλ στο βιβλίο του, “Η παγκόσμια ιστορία του κινηματογράφου” την έχει κατατάξει στις 1.000 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Στο IMDb, η ταινία έχει υψηλή βαθμολογία που φτάνει το 8.7/10, ενώ στο Rotten Tomatoes έχει 94%, μόνο από το κοινό όμως, και όχι από τους κριτικούς. Η ταινία, παρά τα πενιχρά της μέσα, ήταν επιτυχημένη, καθώς τη σεζόν που προβλήθηκε στις αίθουσες των κινηματογράφων έκοψε 211.780 εισιτήρια, ρεκόρ για την εποχή.

Αποτελεί παράδειγμα σπονδυλωτής άρθρωσης, και την πρώτη τέτοια του ελληνικού κινηματογράφου, που αφορά 4 ιδιαίτερες μικρές ιστορίες με κοινό στοιχείο μια κάλπικη λίρα που μεταφέρεται από τη μία ιστορία στην άλλη. Στην ταινία υπάρχει αφηγητής, που συνδέει τις 4 αυτές ιστορίες, ο οποίος και κλείνει την ταινία με τη φράση: «κάλπικη δεν είναι η λίρα σε αυτή την ιστορία… κάλπικο είναι, γενικά το χρήμα…» , που αποτελεί και το κεντρικό νόημα του όλου φιλμ, ότι δηλαδή η μονομανής επιδίωξη του πλούτου οδηγεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και με όλους τους διάφορους χαρακτήρες των ανθρώπων σε μια κάλπικη ζωή.

1η Ιστορία

Η πρώτη ιστορία αφορά τον Ανάργυρο, ένα τίμιο βιοπαλαιστή και άριστο τεχνίτη ο οποίος αφιέρωσε όλη του σχεδόν τη ζωή, δουλεύοντας ως χαράκτης, για να μαζέψει 100 λίρες. Απέναντι από το μαγαζί του, υπάρχει το γραφείο του Μιλτιάδη, του χρηματιστή, όπου εκεί ο Ανάργυρος εξαργύρωνε τις λίρες του. Όταν μάζεψε την εκατοστή, ο Ντίνος, ο υπάλληλος, που άκουσε πως ο Ανάργυρος, έχει 100 λίρες στην κατοχή του, τον προσέγγισε για να του προτείνει μία ατιμία: εφόσον τυγχάνει άριστος τεχνίτης, του πρότεινε να φτιάξει κάλπικες λίρες κι εκείνος να τις διοχετεύσει στην αγορά. Ο Ανάργυρος αρχικά αρνήθηκε.

Αργότερα, ο Ντίνος, καθότι εργένης ο Ανάργυρος, του έθιξε το θέμα του έρωτα, κι ότι με τα λεφτά έρχονται και οι γυναίκες. Έτσι, του γνώρισε τη Φιφή, μία χωρισμένη γυναίκα, που είχε παντρευτεί έναν πλούσιο άντρα. Παρόλα αυτά, η Φιφή ήταν, παράλληλα, ερωμένη του Ντίνου, και είχαν στήσει παγίδα στον Ανάργυρο. Εκείνη, όμως, πρόδωσε και τον Ντίνο και πούλησε έρωτα στον Ανάργυρο, για να τον πείσει να φτιάξει κάλπικες λίρες, καθότι σε λίγο θα έχανε τα όποια πλούτη είχε αποκομίσει από τον πλούσιο γάμο της. Ο αφελής, Ανάργυρος, δέχτηκε.

Έτσι, έστηναν στο υπόγειο του σπιτιού της ένα μικρό εργαστήρι για την κατασκευή των λιρών. Ο Ανάργυρος σπατάλησε και τις 100 λίρες που είχε, για να εξοπλίσει το εργαστήρι του. Όταν, λοιπόν, κάποια στιγμή έφτιαξε τη κάλπικη λίρα, πριν προχωρήσουν, θέλησαν να τη δοκιμάσουν στην αγορά. Η δοκιμή απέτυχε, καθώς όλοι αντιλαμβάνονταν, από τον ήχο της, ότι ήταν κάλπικη. Κατόπιν, ο Αργύρης συνελήφθη από την αστυνομία, για κλοπές στο γραφείο που δούλευε, πράγμα που δε γνώριζε ο Ανάργυρος, ο οποίος όταν είδε τη σύλληψη του κόπηκαν τα πόδια. Παρόλα αυτά, συνάντησε έναν Ελληνοαμερικάνο, ο οποίος τον ήθελε για να φιλοτεχνήσει το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού. Αυτό ήταν ένα όνειρο ζωής για τον Ανάργυρο. Η κάλπικη λίρα του έμεινε και καθώς δεν ήθελε να την καταστρέψει, την έδωσε σε έναν τυφλό ζητιάνο, ο οποίος μόνο τυφλός δεν ήταν και κατάλαβε πως πρόκειται περί κάλπικης.

2η Ιστορία

Η δεύτερη ιστορία ξεκινά με τον “τυφλό” ζητιάνο να προσπαθεί να απαλλαγεί από την κάλπικη λίρα. Εις μάτην όμως. Έχασε μία ολόκληρη μέρα χωρίς να καταφέρει τίποτα. Έτσι, όταν βράδιασε, γύρισε στη γνωστή του γωνία, η οποία, προς έκπληξή του, ήταν πιασμένη από τη Μαρία, μία ιερόδουλη. Η Μαρία κατάλαβε πως δεν είναι τυφλός, επειδή όταν έσκυψε να δει το καλσόν της, ο τυφλός κάρφωσε τα μάτια του εκεί πέρα. Κατόπιν ξεκίνησε ένας μεγάλος καυγάς μεταξύ τους.

Η διαμάχη συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες για το ποιος θα αποχωρίσει από εκείνη τη θέση: ο ένας χάλαγε τη δουλειά του άλλου. Παρόλα αυτά, όταν ερχόταν ο αστυνόμος κανείς δεν κατέδιδε τον άλλον. Παράλληλα, έχανε και την ημέρα του, προσπαθώντας να απαλλαγεί από τη λίρα. Σαν τελευταία λύση, εφόσον είχε απογοητευτεί, σκέφτεται να τη δώσει στη Μαρία. Όταν η Μαρία βλέπει τη λίρα ενθουσιάζεται και προτίθεται να κάνει έρωτα μαζί του. Το επόμενο πρωί, όμως, η Μαρία, παρά την αλλαγμένη προς αυτή διάθεση του ζητιάνου, ζητά τη λίρα, η οποία όμως είχε ξεγλυστρίσει από τη σκισμένη τσέπη του τυφλού. Κατόπιν της αποκάλυψε πως, έτσι κι αλλιώς, ήταν κάλπικη και ξεκίνησε κι άλλος μεγάλος καυγάς, ο οποίος διεκόπη από τον αστυνόμο. Στη γωνία, τέλος, δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.

3η Ιστορια

Η τρίτη ιστορία ξεκινά με μία φτωχή οικογένεια, η οποία ζει φτωχικά αλλά ευτυχισμένα από τη δουλειά του Αναστάση, του πατέρα, που είναι μπογιατζής. Η Φανίτσα είναι η κορούλα του μπογιατζή. Ο Αναστάσης, όποτε δεν είχε δουλειά, προσφερόταν στους καταστηματάρχες, όπου χρωστούσε, να τους μπογιατίσει το μαγαζί για να πατσίσουν. Ο μόνος που δεν ήθελε άσπρισμα για να πατσίσουν, ήταν ο σπιτονοικοκύρης του, ο Μαυρίδης, ο οποίος τον απειλούσε ότι αν δεν πάρει τα χρωστούμενα νοίκια του, θα τους φέρει κλητήρα και θα τους κάνει έξωση. Όταν η Φανίτσα δεν έτρωγε το φαγητό της, ο πατέρας της την φόβιζε ότι θα έρθει ο Μαυρίδης, που “ως γνωστό τρώει παιδιά” και θα φάει και εκείνη. Έτσι, η Φανή μέχρι και εφιάλτες έβλεπε με τον Μαυρίδη και στο παιδικό της μυαλό φαινόταν πιο φοβερός και από δράκο παραμυθιού.

Η Φανίτσα, πλέον, όποτε τον έβλεπε άρχιζε να στριγγλίζει, χωρίς εκείνος να ξέρει το γιατί. Μία μέρα η οικογένεια Μαυρίδη είχε τραπέζι στον Κώστα, τον ανιψιό του Μαυρίδη. Ο Μαυρίδης τότε άρχισε να φωνάζει στη γυναίκα του για το πόσο ακριβό είναι το κρέας, ενώ εκείνη άρχισε να του κάνει παράπονα για αυτό το ελάττωμα, τη φιλαργυρία του, και, δείχνοντάς του, την οικογένεια του Αναστάση, που έπαιζε με τη Φανή, του είπε ότι αυτοί είναι πιο “πλούσιοι” από αυτούς, γιατί είναι ευτυχισμένοι. Με τον Κώστα (τον ανιψιό του) συζητούσαν για τις εξώσεις που προτίθεται να κάνει, όμως η γυναίκα του, τον παρακάλεσε να μην κάνει έξωση στον Αναστάση για το κοριτσάκι τους, έτσι θα πήγαινε ξανά να τους ζητήσει το νοίκι. Εκεί συνάντησε μόνο τη Φανίτσα, η οποία από τον τρόμο της πήγε κάτω από το κρεβάτι για να σωθεί. Ο Μαυρίδης τη ρώτησε γιατί αντιδράει έτσι, και εκείνη του είπε ό,τι άκουγε από τους μεγάλους: «ότι τρώει ανθρώπους», «ότι τους ρουφάει το αίμα» «ότι θα πεθάνει και θα τα πάρει μαζί του», και άλλα τέτοια. Ο Μαυρίδης έγινε έξαλλος από αυτά που άκουσε και, τελικά, τους πήγε δικαστικώς, με απόφαση, αν έως το τέλος του μήνα δεν πληρώσουν, θα τους πετάξει έξω.

Η μοίρα όμως έπαιξε περίεργο παιχνίδι στον Αναστάση, και πέθανε πριν προλάβει να ξεχρεώσει. Έτσι η μητέρα ξεκίνησε να πλένει ρούχα, κι αφού αρρώστησε κι αυτή, η Φανίτσα έκλεβε λουλούδια από τους τάφους του Νεκροταφείου για να τα πουλήσει. Ωστόσο, έφτασαν τα Χριστούγεννα και η Φανίτσα σκεφτόταν τον πατέρα της, που της είχε πάρει μία κούκλα δώρο. Η τύχη, παρ’όλα αυτά, την έφερε στη λίρα που είχε χάσει ο ζητιάνος και, δείχνοντάς την στη μητέρα της, της είπε εκείνη να πάει να της την χαλάσουν, όμως κανείς δεν ήθελε γιατί ήταν κάλπικη. Επιστρέφοντας στο σπίτι βουρκωμένη την είδε ο Μαυρίδης, και αναρωτήθηκε γιατί κλαίει. Τότε εκείνη του είπε όλη την ιστορία, κι ακόμη ότι η λίρα είναι κάλπικη, τότε εκείνος της την χάλασε τη λίρα, έτσι κι αλλιώς, και της έδωσε και τα ψώνια που είχε για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, με μοναδικό αντάλλαγμα ένα φιλί. Τέλος, τον είδε η γυναίκα του ακόμα έξω από το σπίτι κι εκείνη, ζητώντας φλουρί για τη βασιλόπιτα, εκείνος της έδωσε, εκείνη την κάλπικη λίρα, την οποία την κέρδισε ένα νιόπαντρο ζευγάρι, η Αλίκη και ο Παύλος.

4η Ιστορία

Η τέταρτη και τελευταία ιστορία ξεκινά στη φτωχική σοφίτα του Παύλου, ενός ζωγράφου, που έκανε μποέμικη ζωή. Μαζί του, έμενε και η γυναίκα του, η Αλίκη, κόρη πλούσιας οικογένειας. Οι οικονομίες τους δεν έφταναν ούτε για τα βασικά, αλλά υπήρχε μεγάλη αγάπη. Μία φορά, λοιπόν, καθώς η Αλίκη αγκάλιαζε τον Παύλο του είπε: σ’ αγαπώ. Εκείνος εμπνεύστηκε, από το γυναικείο πρόσωπο, που τόσο αγνά και αληθινά, έλεγε σ’ αγαπώ, που αποφάσισε να απαθανατίσει αυτό το βλέμμα, ζωγραφίζοντάς το. Ενώ, εκείνη τη λίρα που είχαν κερδίσει από τον θείο του Παύλου, τον Μαυρίδη, τη βάλανε σε ένα κουμπαρά, παίρνοντας όρκο να μη τη χαλάσουν ποτέ, ως δείγμα που αντικατοπτρίζει την αγάπη τους.

Χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας, στην οποία η Αλίκη λέει στον Παύλο: «σ’ αγαπώ», κι εκείνος εμπνέεται για τον νέο του πίνακα. (Δημήτρης Χορν & Έλλη Λαμπέτη)
Για μέρες η Αλίκη καθόταν εκεί, και του έλεγε σ’ αγαπώ, αλλά αυτός ο πίνακας, ποτέ δεν τελείωνε, γιατί κι ο Παύλος την αγαπούσε, κι όλο άρχιζαν τις αγκαλιές. Παράλληλα, τα πράγματα όλο και δυσκόλευαν, οι μαγαζάτορες του έκοψαν και την πίστωση, ενώ τους είχαν κόψει και το ρεύμα και το αέριο. Τη λίρα όμως, δεν τη χαλούσαν. Ο Παύλος σαν μποέμ καλλιτέχνης που ήταν δεν ήθελε να δουλέψει, και μετά από συζήτηση που κάνανε, ο Παύλος είπε στην Αλίκη ότι οι καλλιτέχνες καλύτερα να μην παντρεύονται. Εν συνεχεία, όμως, ο Παύλος πήγε, τελικά και έβαψε, μία ταβερνίτσα, εκεί στην Πλάκα. Γυρίζοντας όμως η Αλίκη είχε φύγει, αφήνοντας ένα γράμμα, στο οποίο του έγραφε πως δε θέλει να σταθεί εμπόδιο στην τέχνη του, ενώ, τέλος, ημιτελής έμεινε και ο πίνακας «σ’ αγαπώ».

Ο καιρός πέρασε και η Αλίκη, που είχε γυρίσει στον πατέρα της, του έκανε τη χάρη να παντρευτεί ένα οικογενειακό, πλούσιο, φίλο. Ωστόσο, δε σταμάτησε ποτέ να αγαπά τον Παύλο. Μετά το ταξίδι του μέλιτος, η Αλίκη πήγε με τον Δημήτρη, τον άντρα της, σε εκείνη την ταβέρνα, που ο Παύλος είχε ζωγραφίσει αρχικά ένα κίτρινο φεγγάρι και αργότερα την είχε βάψει. Εκεί, ρώτησε τον ταβερνιάρη για τον Παύλο, κι εκείνος της είπε ότι ακόμα είναι ο ίδιος κι ότι ακόμα πεινάει, ενώ, τέλος, της είπε ότι ετοιμάζει έκθεση με τους πίνακές του. Στην έκθεση αυτή, υπήρχε και ο πίνακας «σ’ αγαπώ». Αυτό δεν άρεσε στον Δημήτρη: να “εκθέτουν” τη γυναίκα του. Έτσι πήγε να τον αγοράσει, αλλά ο πίνακας δεν πουλιόταν. Όταν ο Παύλος τους είδε, είπε: αυτός ο πίνακας δεν πουλιέται, όπως έκανε το μοντέλο. Αργότερα η Αλίκη απόκτησε και παιδί.

Ο Παύλος, όμως, αν κι έγινε ένας διάσημος ζωγράφος, συνέχισε να ζει μποέμικα. Έτσι, σκέφτηκε να σπάσει τον κουμπαρά για να χαλάσει τη λίρα. Προς έκπληξή του, όμως, του είπαν πως τελικά είναι κάλπικη. Εφτά χρόνια πέρασαν και ο Παύλος συνάντησε ξανά την Αλίκη. Της είπε ότι η λίρα ήταν, τελικά, κάλπικη, αλλά εκείνη είπε πως ο έρωτάς τους δεν ήταν κι αυτός κάλπικος. Οι δύο νέοι, αν και ο ένας αγαπούσε τον άλλον ακόμα, τραβήξανε ξανά για τις ζωές τους, με τον Παύλο, να πετάει, κάτω στον δρόμο τη λίρα.

Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Ανζερβός. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν το 1954, ενώ και τα μέσα που διατέθηκαν ήταν πενιχρά. Εν συνεχεία, τη διεύθυνση παραγωγής την ανέλαβε ο Γιώργος Τζαβέλλας, με βοηθό τον Εμμανουήλ Καλογερόπουλο. Η σκηνοθεσία φέρει την υπογραφή του ιδίου, σε δικό του σενάριο, ενώ ο βοηθός σκηνοθέτη ήταν ο Ναπολέων Ελευθερίου. Ωστόσο, την παραγωγή πλαισίωσαν και μερικοί ακόμα, όπως στη διεύθυνση της φωτογραφίας οι Κώστας Θεοδωρίδης και Γιώργος Τσαούλης με βοηθό τον Γρηγόρη Δανάλη, το μοντάζ ο Κώστας Τσαούλης, τη σκηνογραφία ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, την ηχοληψία ο Τάκης Κοντός, με τεχνικό ήχου τον Γιώργο Νιαγάσα. Και το μακιγιάζ το ανέλαβε ο Νίκος Βαρβερής. Τέλος, η μουσική σύνθεση ανήκει στον Μάνο Χατζιδάκι.

Οι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν στην ταινία θεωρούνται, έως και σήμερα, ανάμεσα στους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς, όπως ο Βασίλης Λογοθετίδης, που ήταν ένας από τους καλύτερους Έλληνες κωμικούς της εποχής, μετά την ταινία Οι Γερμανοί ξανάρχονται (κ.ά.), όπως η Ίλια Λυβικού, που διακρινόταν ως κινηματογραφικό ζευγάρι με τον Λογοθετίδη, όπως ο Μίμης Φωτόπουλος με ταινίες όπως Ο γρουσούζης, το Εκατό χιλιάδες λίρες, οι Απάχηδες των Αθηνών (κ.ά), η Σπεράντζα Βρανά με το Η ωραία των Αθηνών, ο Ορέστης Μακρής με μία από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, Ο μεθύστακας, ενώ, τέλος, το δίδυμο Δημήτρη Χορν και Έλλης Λαμπέτη που είχε πρωταγωνιστήσει σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.

Βραβεύτηκε στα Φεστιβάλ Βενετίας
Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Μπάρι
Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Μόσχας
Επίσημη συμμετοχή στo Φεστιβάλ των Καννών
Επίσημη συμμετοχή στo Φεστιβάλ Karlovy Vary

Cineramen

Νίκος Δρίβας

Facebook Twitter Google+

Δημιουργός και συντάκτης του www.cineramen.gr αλλά κυρίως φανατικός του σινεμά

Share

Δείτε ακόμα στο Cineramen