Tο “The Gentlemen” σηματοδοτεί την επιστροφή του Βρετανού σκηνοθέτη Guy Ritchie στο αγαπημένο του είδος: αυτό του action comedy-crime , εκεί όπου με το γνωστό του στυλ , με ταινίες όπως τα “Δύο Καπνισμένες Κάνες”, “Η Αρπαχτή” και “RocknRolla”, θα μας “διηγηθεί” την ιστορία του Αμερικάνου εμπόρου ναρκωτικών, ονόματι Μίκι Πίρσον (Matthew McConaughey), ο οποίος έχει χτίσει μια άκρως επικερδή αυτοκρατορία του στο Λονδίνο και πλέον θέλει να παραδώσει τα ηνία και να επιστρέψει στην πατρίδα του. Το γεγονός αυτό θα πυροδοτήσει μια σειρά από συνομωσίες, σχέδια και απόπειρες από όλους εκείνους που επιβουλεύονταν την θέση του και που τώρα έχουν την ευκαιρία να αρπάξουν την περιουσία του.
- Γράφει ο Γιάννης Παναγούλιας απο το CinemaFiles
“In France, it’s illegal to call a pig Napoleon, but try and stop me.”
Έχουν περάσει 12 χρόνια (RocknRolla) από την τελευταία φορά όταν κάποιες καφρίλες όπως η παραπάνω, αρκούσαν ώστε να ψυλλιαστείς, πως το όνομα του δημιουργού που υπέγραφε το σενάριο της ταινίας που επρόκειτο να παρακολουθήσεις, δεν ήταν άλλο από εκείνο του «αθυρόστομου» Guy Ritchie.
Δεν θα υποστηρίξω πως η ενασχόληση του με ευφυείς ντέντεκτιβ (Sherlock Holmes), ήρωες του μεσαίωνα (King Arthur) και κατασκόπους των 60’s (The Man from U.N.C.L.E.) μας άφησε αδιάφορους. Τον προτιμούμε όμως όταν συγκεντρώνει κάθε λογής «μούτρα» του υποκόσμου, τα ανακατεύει με αγγλική (υπό) κουλτούρα, χρησιμοποιώντας σπαρακτικά τραγελαφικό σαιξπιρικό λεξιλόγιο για να μας τους επικοινωνήσει αποδομώντας τους, παρά τη συμμετοχή του σε εύγευστα παραμυθάκια (Aladdin). Επιστροφή στις ρίζες λοιπόν για τον πειραματιστή auteur? Όχι ακριβώς.
Οι «άδοξοι μπάσταρδοι» του Ritchie, τούτη τη φορά, δεν έχουν μόνο μεγάλα «μόρια» (άρα και κότσια) ανάμεσα στα σκέλια τους. Δεν επιδίδονται απλά σε ευφάνταστους τρόπους εξολόθρευσης αντιφρονούντων (τα γουρούνια εργαλειοποιούνται και εδώ ως μοχλός πίεσης φυσικά), δεν ξεστομίζουν απλά ρατσιστικές ή σεξιστικές εξυπνάδες. Είναι ακόμα πιο μεθοδικοί, έχουν ηθικό κώδικα, κόκκινες γραμμές αλλά και προπάντων, έχουν υπομονή.
Το τελευταίο πρακτικά συνεπάγεται πως για τον θεατή, η πρώτη ώρα του «The Gentlemen», περνά διαβαίνοντας ατέρμονους διαλόγους, ωφέλιμους στο χτίσιμο πλοκής, απουσίας όμως οπτικών εκπλήξεων. Θα φανεί αναίτια φλύαρο, εντούτοις, στο πέρασμα της δεύτερης ώρας, καταφτάνει η αιτίαση. Τα νήματα κινούνται απολαυστικά καταιγιστικά, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, η ιστορία επαναλαμβάνεται με χάρη. Οι ήρωες πετούν τα γάντια μαχόμενοι για την επιβίωση στη ζούγκλα. Γκάγκστερ εναντίον λύκων. Σπιρτάδα διανθισμένη με εκείνο το υβρεολόγιο που δεν χορταίνεις να ακούς, ενορχηστρωμένη με δυνατή ροκ (και όχι μόνο) μουσική. Τα «ανέκδοτα» του σκηνοθέτη δουλεύουν στην πλειοψηφία τους, η δύναμη του μοντάζ ταρακουνά ενώ οι ηθοποιοί (με κορυφαίο τον Hugh Grant), δείχνουν, μαζί με εμάς, να απολαμβάνουν τη βόλτα.
Αν σε αυτά συμπεριλάβει κάνεις το γεγονός πως ο Βρετανός εδώ αποφεύγει τα συνεχόμενα slow-mo όπως και τα νευρικά κοψίματα στην μονταζιέρα, ανακαλύπτοντας στον αντίποδα έναν ευρηματικό τρόπο για να αποδώσει στον κινηματογράφο φόρο τιμής στο σύνολο, τότε, κάποιες ατέλειες που έχουν να κάνουν με ευκολίες στο σενάριο παρά στη σκηνοθετική του επίδοση, συγχωρούνται.
Όπως ανέφερα στο ξεκίνημα, τα γεγονότα του The Gentlemen (όπως και παλιότερα), ακολουθούν μία ανεκδοτική μορφή εξιστόρησης. Το στιλ εκείνο που κάποιος θαμώνας θα υπέκλεπτε ακούγοντας τις συζητήσεις από το διπλανό τραπέζι σε παμπ του Λονδίνου το 1990 στις τρεις το πρωί. Εκεί όπου οι άντρες μπαίνουν τύφλα στο μεθύσι κατά ζεύγη στις αντρικές τουαλέτες, τρεκλίζοντας, βγαίνοντας αργότερα με μία ακόμα ιστορία, ικανή να γεννήσει τις εικόνες της επόμενης ταινίας του Guy Ritchie. Ας τον υποδεχθούμε λοιπόν. Η αλήθεια είναι πως κομματάκι μας έλειψε …
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: ★★★✬☆