Ο John βρίσκει τον τρόπο να νικήσει την Υψηλή Τράπεζα. Πριν όμως κερδίσει την ελευθερία του, θα πρέπει να αντιμετωπίσει έναν εχθρό με πανίσχυρες συμμαχίες σε όλη την υφήλιο και δυνάμεις που θα μετατρέψουν παλιούς φίλους σε εχθρούς.
[ Λέμε να ξεκινήσουμε αλα τηλεοπτική σειρά , και να κάνουμε ενα mini re-cap του επιτυχημένου franchise ] … υπάρχει φυσικά και το κουμπί του skip intro!
Το John Wick του 2014 ήταν ένα “όνειρο” που έγινε πραγματικότητα για τους οπαδούς του “αγνού” και στα όρια του b-movie , κινηματογράφου δράσης. Tο σκηνοθετικό ντεμπούτο των Chad Stahelski και David Leitch, πρώην stunts συντονιστές (οι ίδιοι , ντούμπλαραν τον Reeves στην τριλογία του Matrix), αλλά και μεγάλοι λάτρεις των ταινιών πολεμικών τεχνών, έφερε μια ανέλπιστα φρέσκια ματιά στο είδος της δράσης, μέσα από τις μοντέρνες και -απ’ ότι φάνηκε- επίπονες χορογραφίες, τα υπέροχα χρωματισμένα κι ατμοσφαιρικά πλάνα, αλλά και τον άκρως ενδιαφέρον κόσμο που πλαισίωσε αυτήν την ιδιαίτερα σκοτεινή περσόνα του John Wick.
Ο Keanu Reeves -απο την άλλη- ενθουσίασε το διψασμένο για δράση κοινό με έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του, στην “gun-fu” ταινία , γεμάτη με απίστευτες σκηνές χορογραφημένης δράσης, πείθοντας παράλληλα το κοινό για τη γοητεία ενός εντυπωσιακού, σκοτεινού κόσμου. Αυτός ο κόσμος ήταν μέρος και της επιβεβλημένης συνεχείας του John Wick: Chapter 2 του Stahelski , μια συνέχεια που διπλασίασε τον σουρεαλισμό και το χιούμορ του πρωτότυπου , ενώ ταυτόχρονα μας παρουσίασε έναν Wick ως αλληγορικό και υπαρξιακό ήρωα, στέλνοντάς τον σε ένα πλουτωνικό ταξίδι μέσω του θανάτου και της υπέρβασης.
Και κάπως έτσι ο ασταμάτητος “Jonathan” θα επιστρέψει στο τρίτο μέρος του πετυχημένου και γεμάτου αδρεναλίνη franchise, αφού είχε κηρυχθεί επισήμως “excommunicado” από την Τράπεζα, πιο εκδικητικός από ποτέ , σε ενα ταξίδι αναζήτησης , εξιλέωσης -γιατί οχι- και λύτρωσης , για να κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρον το περίεργο σύμπαν που δημιουργήθηκε η σκοτεινή αυτή περσόνα.
Μετά την “προδοσία” … απο τα “χέρια” του Winston (Ian McShane), βλέπουμε το τίμημα για το κεφάλι του John Wick να έχει φτάσει σε νέα ύψη. Σε μια προσπάθεια να απελευθερωθεί μια και καλή, στρέφει το βλέμμα του στήν ίδια την Τράπεζα και σε μια μετωπική σύγκρουση με το νέο και αδυσώπητο “αφεντικό” της Τράπεζας , τον μαρκήσιο Vincent de Gramont (Bill Skarsgård). Μέχρι όμως την “τελική πίστα” ο Wick θα έρθει αντιμέτωπος με μερικές από τις πιο ισχυρές (και εκκεντρικές) φιγούρες του υποκόσμου, απο την Ιαπωνία, το Βερολίνο μέχρι και το Παρίσι στην προσπάθειά του για ελευθερία και, τελικά, ειρήνη. Αλλά γνωρίζοντας μετά απο τόσο καιρό τον Baba Yaga, θα την βρει ποτέ;
Το τέταρτο κεφάλαιο της saga του John Wick, είναι ένα έπος δράσης που αναμφισβήτητα θα πάρει την θέση της ως μία από τις καλύτερες ταινίες δράσης όλων των εποχών, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, τη σχεδόν τρίωρη διάρκειά της για το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα. Παραδίδοντας ενα τσουβάλι από τις πιο θεαματικές, συγκλονιστικές σεκάνς που έχουν γυριστεί ποτέ στο σελιλόιντ, διαθέτει μια αδυσώπητη ποιότητα που προκαλεί δέος βρίσκοντας μοναδικούς τρόπους να χτίσει πάνω σε αυτό που προηγήθηκε, παράλληλα με πολλές κινηματογραφικές αναφορές (απο Zatoichi και τον τεράστιο Sergio Leone , μέχρι τους Warriors του Hill αλλα … και την ελληνική μυθολογία!!) ώστε να εδραιωθεί ως η κορυφή της σύγχρονης δημιουργίας ταινιών δράσης από το πρώτο του καρέ μέχρι το τελευταίο του.
Ο Stahelski πατάει στήν επιτυχημένη συντάγη τής προηγούμενων ταινιών, με το σκεπτικό “ότι δουλεύει καλά, μήν το αλλάζεις”… μόνο κάντο μεγάλο! Με σαφώς μεγαλύτερο budget –καί– σε αυτό το sequel τα πάντα είναι στόν υπερθετικό βαθμό, με εξαιρετικά καλογυρισμένες και ευφάνταστες σκηνές δράσης, εντυπωσιακά stunts με τρελό πιστολίδι και ξύλο που το βλέπεις μπροστά σου χωρίς τα συνεχή και ενοχλητικά jump-cuts, χιούμορ εκεί πού χρειάζεται … καί φυσικά περισσότερο και εντυπωσιακότερο body count!
Πολλά τα ατού της ταινίας , παρ’ όλ’ αυτά όμως θα επικεντρωθούμε σε δυο σημεία που βοηθούν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ταινία. Πρώτο και καλύτερο δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από την εξαιρετική δουλειά του Stahelski , ο οποίος και στο 4ο μέρος της gun-fu saga πηγαίνει την κινηματογράφηση σε άλλα επίπεδα –κρατώντας φυσικά τα πρωτογενή υλικά, όπως τις εκπληκτικά σχεδιασμένες χορογραφίες μάχης και εντυπωσιακά οπτικά τρίκ– με σπιντάτο ρυθμό και γρήγορη κίνηση της κάμερας σκηνοθετεί μαεστρικά όλες τις σκηνές δράσης συνθέτοντας έτσι το πιο εξωφρενικό (τα πάντα έχει ο μπαξές: άλογα , μηχανές , κατάνα , νουντσάκου και οτι άλλο χωράει ο ανθρώπινος νούς) το πιο φιλόδοξο και ίσως το πιο διασκεδαστικό κεφάλαιο του franchise (πλέον) , μέχρι σήμερα.
Το δεύτερο και για τούς πιο πολλούς σημαντικό ατού της ταινίας (βασικά και κάθε ταινίας) είναι το σενάριο. Ξέρουμε και έχουμε δει παλλάκις οτι οι ταινίες δράσης χρησιμοποιούν το σενάριο εντελώς προσχηματικά για να δώσουν στήν δράση την απαραίτητη ώθηση και εξέλιξη. Κατανοητό και φυσικά καμία αντίρρηση δεν έχουμε , αρκεί φυσικά η δράση να είναι ικανοποιητική και η αδρεναλίνη μας να βράζει. Εδω όμως , η παγκόσμια εμβέλεια της ταινίας εισάγει μια ευρεία γκάμα απο χαρακτήρες που ως “μονομάχοι” μιας άλλης εποχής μπαίνουν σε μια αρένα με διάφορα “level” , καθένα πιο δυναμικά από τα επόμενα , και καθένας με τις δικές τους ξεχωριστές προσωπικότητες. Αυτά τα τρίκ εισχωρούν στην αφήγηση απρόσκοπτα, εξυπηρετώντας έναν λειτουργικό σκοπό πολύ πιο πέρα από ένα όμορφο set piece. Παράλληλα η σκόπιμη μέθοδος στην “τρέλα” που έχει επενδύσει ολη η σειρά , είναι που καθιστά το 4ο Κεφάλαιο ενα σκαλί πάνω από τους προκατόχους του και ακόμη πιο πάνω από άλλες πρόσφατες ταινίες δράσης. Ακόμη και όταν “ξεφεύγει” εντελώς , η λαμπρότητα και το κύρος της ταινίας συνεχίζουν να λάμπουν – διαπερνώντας τις προσδοκίες του θεατή σαν μια σφαίρα κατευθείαν μέσα από το σώμα ενός από τους επιτιθέμενους του Wick.
Οι χαρακτήρες με τους οποίους ο Wick έρχεται face to face είναι μερικοί από τους πιο συναρπαστικούς και “ζωντανούς” που έχουμε δει, πόσο μάλλον σε ταινία δράσης. Ο Μαρκήσιος του Skarsgård, με τo άπλετο χρήμα σύμμαχό του και την σκληρότητά του, είναι παιχνιδιάρικα τρομερός , ενω οι χλευαστικές εκρφάσεις του κόβουν σαν μαχαίρι όσο η πεποίθηση και η αποφασιστικότητά του. Ο Caine του Donnie Yen, είναι επίσης ένα παράδειγμα της δουλειάς που έχει γίνει στούς δεύτερους χαρακτήρες , με ενα συνδυασμό κωμωδίας και δράσης που “ανατρέπει” πολλές σεκάνς που συμμετέχει , ενω ο αγαπημένος Hiroyuki Sanada , η Rina Sawayama αλλά και ο “αλλαγμένος” Scott Adkins είναι οι εκπληκτικές νέες συμμετοχές , ενω οι παλιοσειρές όπως ο Lance Reddick, Laurence Fishburne και ο πάντα εύγλωττος, πάντα εμβληματικός Winston του Ian McShane, ολοκληρώνουν το καστ με την ερμηνευτική τους γοητεία. Όσο για τον κύριο Wick; τα έχουμε ξαναπεί … ο Keanu Reeves ουσιαστικά γεννήθηκε για να τον υποδυθεί.
Αν και τα κίνητρα του καθενός από τους χαρακτήρες είναι απλά, συνενώνονται με έναν τρόπο που είναι απόλυτα ικανοποιητικός, προσθέτοντας νέα “στοιχεία”, διατηρώντας έτσι την εμπειρία εξίσου συναρπαστική ανάμεσα στις “συγκρούσεις” τους. Ως αποτέλεσμα, η ταινία συχνά ξεπερνά την ταμπέλα του “Action Cinema” , συνειδητοποιώντας οτι είναι κάτι πολύ περισσότερο. Το 4ο Κεφάλαιο μπορεί να υπερηφανεύεται – επίσης – για το εκπληκτικό χτίσιμο αυτού του γνώριμου (υπό)κόσμου, ενα από τα πιο αξιομνημόνευτα στην πρόσφατη ανάμνηση. Οι νόμοι, τα έθιμα και οι συμβάσεις αυτής της τάξης του “κάτω” κόσμου έχουν μια μοναδική και συναρπαστική αύρα , ειδικά καθώς συνεχίζουν να στηρίζουν όλο και περισσότερο την ταινία σε κάθε σκηνή της.
Απο την άλλη, ο άψογος οπτικός , αλλά και ηχητικός , σχεδιασμός χρησιμεύει μόνο για να ενισχύσει αυτό το αποτέλεσμα, με το περίτεχνο, σαγηνευτικό μείγμα κλασικισμού και φουτουρισμού της παραγωγής να ενισχύει τη μοναδική, νεο-νουάρ ταυτότητα της ταινίας. Ο Stahelski, σε συνδυασμό με τον DP Dan Lausten, εμποτίζει κάθε καρέ με ένα τεράστιο βάθος και χρώμα , δίνοντας έτσι φωτιά στη over the top δράση του καθώς και μια ζοφερή ομορφιά στις πιο ήσυχες στιγμές της ταινίας , κανοντάς τα και τα δύο εξίσου καθηλωτικά.
Είναι δύσκολο να αναδείξεις το ήδη εντυπωσιακό gun-fu της σειράς, αλλά ο Stahelski καταφέρνει να ξεπεράσει ακόμη και τον ίδιο. Η απροθυμία του να πέσει “μαχαίρι” στο cut της ταινίας και η επιμονή του για μεγάλη διάρκεια πιάνει τόπο καθώς εμποτίζει την απίστευτα περίπλοκη χορογραφία και την ανεβάζει σε τρελά επίπεδα. Η ευρεία γκάμα του στυλ μάχης της σειράς “κλειδώνουν” την ταινία σε έναν ρυθμό που είναι πάντα με πατημένο το γκάζι και ποτέ προβλέψιμος. Αποτέλεσμα αυτού – και μέσα απο άλλες σκηνές – το πιθανώς μοναδικό και κορυφαίο (μονο)πλάνο όλων των εποχών, στο οποίο βλέπουμε την οργή του Wick να ξετυλίγεται σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι , ενω ολη η 40λεπτη σεκάνς – που διαδραματίζεται στήν Πόλη του Φωτός – αγγίζει τα όρια της ανθολογίας. Το πάζλ όλων των παραπάνω συμπληρώνει η ξέφρενη ηλεκτρονική παρτιτούρα των Tyler Bates και Joel J. Richard.
Με το Κεφάλαιο 4 του John Wick, ο Chad Stahelski φτιάχνει ένα μεγαλειώδες gun-fu “γλυπτό” , γεμάτο δράση αλλά μεθοδικά λαξευμένο μέχρι την απόλυτη, εκρηκτική ολοκλήρωσή του. Μια βίαιη, εκρηκτική “συμφωνία” που περικλείει τον ίδιο τον λόγο για τον οποίο πάμε σινεμά , τοποθετώντας παράλληλα την σκοτεινή φιγούρα του Baba Yaga στο πάνθεον των ταινιών δράσης και τον Keanu Reeves ως τον “Last Action Hero”.
Mr. Wick, welcome back. We missed you!
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: ★★★★✬
– Ακόμα, μπορείτε να δείτε:
John Wick: Chapter 4 Trailer
Share