Η αλά Denis Villeneuve μεταφορά του με τεράστιες επιρροές , sci-fi μυθιστορήματος Dune του Frank Herbert έγινε χωρίς καμία εγγύηση. Η ταινία αποδείχθηκε όμως εμπορική επιτυχία , αρκετή ώστε να επιτραπεί στον Villeneuve να συγκεντρώσει ξανά το καστ και το συνεργείο του στην έρημο για το δεύτερο μέρος. Ενώ ολοκληρώνει την προσαρμογή του πρώτου βιβλίου απο το συγγραφικό έπος του Herbert, είναι σε μεγάλο βαθμό το μεσαίο κεφάλαιο της ιστορίας, με ένα κάπως ανοιχτό φινάλε που δημιουργεί μια πιθανή προσαρμογή του επόμενου μυθιστορήματος του Herbert, Dune: Messiah.
Η ταινία έχει πολλά κοινά με ένα άλλο μεσαίο κεφάλαιο μιας “άλλης” τριλογίας , ονόματι The Empire Strikes Back, ή ίσως το The Empire Strikes Back έχει πολλά κοινά με το μυθιστόρημα του Herbert (ο Lucas έχει αντλήσει ιδέες για την δική του saga). Όπως το Empire, έτσι και το Dune: Part Two βλέπει τους ήρωές του να κρύβονται μετά από μια ήττα από τους εχθρούς τους. Η πρώτη ταινία ολοκληρώθηκε με τον Paul Atreides (Timothée Chalamet) και τη μητέρα του, Lady Jessica (Rebecca Ferguson), να ενώνονται με την φυλή των Fremen, ορισμένοι από τους οποίους είναι πεπεισμένοι ότι ο Paul είναι ο Μεσσίας που έχει προφητευτεί ότι θα τους οδηγήσει στον παράδεισο. Αυτή η φατρία που βρίσκεται υπό τη εποπτεία του Stilgar (Javier Bardem), έναν φανατικό που βλέπει κάθε ενέργεια του “Παύλου”, όσο ασήμαντη κι αν είναι, ως απόδειξη της μεσσιανικής του ιδιότητας. – Ο Bardem προσφέρει μια συχνά ξεκαρδιστική ερμηνεία καθώς η ταινία διασκεδάζει με το πώς οι φονταμενταλιστές βλέπουν την απόδειξη των πεποιθήσεών τους όπου κι αν κοιτάξουν.
Πολύ πιο δύσπιστη είναι η Chani της Zendaya, που δεν πιστεύει στον Μεσσία, αλλά παρ’ όλα αυτά ερωτεύεται τον άντρα Paul. Υποκινούμενος από οράματα που ενισχύονται από την έκθεσή του στα “μπαχαρικά”, ο Paul αρχίζει να πιστεύει ότι ο ρόλος του είναι να οδηγήσει τους Fremen στο μεγαλείο, κάτι που στο μυαλό του θα ξεκινήσει με την εκδίκηση του Baron Harkonnen (Stellan Skarsgård) για τη δολοφονία του πατέρα του. Αυτό τον βάζει σε ένα σκοτεινό μονοπάτι και δοκιμάζει τη σχέση του με την Chani. Μπορείτε να δείτε ξεκάθαρα την επιρροή του Dune στον George Lucas, καθώς το arc του Paul εδώ είναι ουσιαστικά αυτό του Anakin Skywalker στα prequel του Star Wars. Ο Lucas βέβαια χρειάστηκε μια ολόκληρη τριλογία για να πραγματοποιήσει αυτή τη μετάβαση (αν και η “κριτική επιτροπή” δεν παραδέχεται οτι το έκανε με – σχετική – επιτυχία), ενώ ο Villeneuve “αναγκάζεται” να το κάνει σε μια ταινία. Ως εκ τούτου, γίνεται λίγο βιαστικά, καθώς δεν αφιερώνεται αρκετός χρόνος, με τον Paul σε ενα hero mode, ώστε η στροφή του στη “σκοτεινή πλευρά” να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο. Το ίδιο ισχύει και για το arc story της Lady Jessica, ενώ υπάρχουν – και – χαρακτήρες που έχουν στηθεί ως σημαντικές φιγούρες που χάνονται στο “μείγμα” καθώς ο Villeneuve προσπαθεί να ολοκληρώσει την κύρια πλοκή του βιβλίου του Herbert.
Ωστόσο, η ορμή των χαρακτήρων – με κάποια plot twist on the way – είναι πραγματικά το μόνο παράπονο, καθώς ο Villeneuve έχει δημιουργήσει μια συναρπαστική διαστημική όπερα που υπήρχε σε μεγάλο βαθμό στα βιβλικά έπη των δεκαετιών του 1950 και του ’60. Αυτές οι ταινίες έγιναν σε μια εποχή που ο δυτικός κόσμος δεν είχε ακόμη εκτεθεί στην πλήρη φρίκη του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, έτσι ο Chalamet “γράφει” εδώ έναν πολύ διαφορετικό πρωταγωνιστή από εκείνους που έπαιξαν κάποτε οι Charlton Heston και Kirk Douglas. Μάλιστα αντιπαραθέτοντας τις αυτοκρατορικές δυνάμεις εναντίον των φονταμενταλιστών, η ταινία γίνεται απίστευτα αξιόλογη ως αλληγορία για τον σύγχρονο κόσμο με τις συγκρούσεις του, που καθιστούν δύσκολο να πάρεις πλευρά.
Ο Villeneuve ενισχύει τον παράγοντα δράσης σε αυτή τη συνέχεια με μερικές εξωφρενικά καλά εκτελεσμένες σκηνές. Μεγάλο μέρος της εναρκτήριας πράξης της ταινίας αντικατοπτρίζει την σεκάνς στόν πλανήτη Hoth του Empire, καθώς οι Harkonnens φτάνουν στην έρημο με όπλο την ανώτερη τεχνολογία τους. Αν και σίγουρα χρησιμοποιείται άφθονο CGI, η αίσθηση ότι παρακολουθούμε μια μάχη στην έρημο αντί ένα σωρό ηθοποιούς να τριγυρνούν μπροστά σε μια πράσινη οθόνη σε ενα studio είναι παραπάνω απο εμφανείς , ενω παράλληλα το θέμα της ιστορίας ενός λαού που έχει απορρίψει την τεχνητή νοημοσύνη το κάνει ακόμη πιο σχετικό, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της τεχνολογίας που βλέπουμε εδώ δεν απέχει πολύ από αυτό που είναι διαθέσιμη αυτή τη στιγμή στον δικό μας κόσμο.
Η θεμελιωμένη προσέγγιση του Villeneuve – που έχει πολύ περισσότερα κοινά με την κομψότητα και τη μεγαλοπρέπεια των χολιγουντιανών επών απο τα μέσα του 20ου αιώνα, παρά από τις γεμάτες CGI και ασταθείς προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών – χρησιμεύει επίσης στο να κάνει τις υπερφυσικές στιγμές της ταινίας ακόμη πιο μαγικές. Συμπλήρωμα του οπτικού μεγαλείου είναι το εκπληκτικό sound desing της ταινίας, το οποίο με την σειρά του συνεργάζεται άψογα με την μουσική του Hans Zimmer. Η παρτιτούρα του Zimmer είναι ένα masterclass στη σύνθεση μουσικής, που συνδυάζει την παραδοσιακή ενορχήστρωση με καινοτόμα ηχοτοπία που αντανακλούν την πολιτιστική και τεχνολογική συγχώνευση, στην καρδιά του Dune. Η μουσική εξυψώνει κάθε σκηνή, προσθέτοντας στρώματα συναισθήματος και έντασης, και ενσωματώνει τέλεια την επική κλίμακα και το προσωπικό δράμα της ιστορίας.
Η σκηνοθεσία του Villeneuve είναι, χωρίς υπερβολές, το επιστέγασμα των εντυπωσιακών στοιχείων της ταινίας, με σύμμαχο την εξαιρετική φωτογραφία του Greig Fraser. Αν και οχι καθαρόαιμος σκηνοθέτης δράσης – ήθελα μια καλύτερη συνοχή – εξισορροπεί επιδέξια το έπος με το οικεία γήινο, διασφαλίζοντας ότι το ανθρώπινο δράμα στην καρδιά του Dune: Part Two δεν θα χαθεί ποτέ μέσα στο θέαμα. Το όραμά του για το Dune για το μεγαλείο και την λεπτομέρεια – στο δεύτερο μέρος – είναι απόδειξη της ικανότητάς του να μεταφράζει σύνθετες αφηγήσεις σε συναρπαστικό κινηματογράφο. Απο την άλλη, η διάρκεια της ταινίας, αν και αισθητή, είναι απαραίτητη. Επιτρέπει – ως ένα βαθμό – την ανάπτυξη των πολυάριθμων χαρακτήρων – υπάρχουν βέβαια και χαρακτήρες με ελάχιστο screen time, που τοποθετούνται σαν πιόνια σε στρατηγικές θέσεις γαι το τρίτο μέρος – και της περίπλοκης πλοκής χωρίς να τους αισθάνεσαι σεναριακά βιαστικούς ή ελλιπείς. Αυτός ο ρυθμός διασφαλίζει το γεγονός ότι ο θεατής θα ασχοληθεί πλήρως και θα επενδύσει στο ταξίδι του Paul Atreides και στη μοίρα του Arrakis.
Το Dune: Part Two ενισχύει και εμπλουτίζει τα στοιχεία της πρώτης ταινίας, καθιστώντας σαφές ότι τα δύο μέρη προορίζονταν για να τα δούμε σαν ενα. Ο Villeneuve δεν έχει απλώς διασκευάσει το μυθιστόρημα του Herbert. το έχει επεκτείνει, προσθέτοντας στρώματα νοήματος και συναισθημάτων που αντηχούν στο σύγχρονο κοινό, ενώ παραμένει πιστός στο αρχικό υλικό.
Το Dune: Part Two είναι η επιτομή σε αυτό που ονομάζουμε, κινηματογραφική εμπειρία. Είναι μια ταινία που απαιτεί την μεγαλύτερη δυνατή οθόνη με το καλύτερο δυνατό σύστημα ήχου, όχι μόνο για το οπτικό και ακουστικό θέαμα, αλλά και για το βάθος της αφήγησης, καθώς και την οραματική σκηνοθεσία του Villeneuve. Είναι μια ταινία που μένει πολύ μετά τα ζενέρικ των τίτλων του φινάλε, μια κατάλληλη συνέχεια μιας από τις πιο επικές ιστορίες της επιστημονικής φαντασίας. Ας ελπίσουμε ότι η Tinseltown έχει αρκετή πίστη στον Villeneuve , ώστε να του δώσει επιπλέον χώρο για να ολοκληρώσει πλήρως το επόμενο κεφάλαιο αυτού του “spice(y)” έπους.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: ★★★★☆
Διάρκεια: 166′
Πρωταγωνιστούν: Timothée Chalamet, Rebecca Ferguson, Josh Brolin, Stellan Skarsgård, Dave Bautista, Zendaya, Charlotte Rampling, Javier Bardem, Austin Butler, Florence Pugh, Christopher Walken, Léa Seydoux, κ.α.