Ο Adonis Creed (Michael B. Jordan) έχει κατακτήσει την κορυφή της πυγμαχίας παγκοσμίως και η οικογενειακή του ζωή πηγαίνει περίφημα. Είναι η στιγμή που εμφανίζεται ο Damian (Jonathan Majors), ένας παιδικός φίλος και κάποτε πολλά υποσχόμενος πυγμάχος, που ανυπομονεί να αποδείξει σε όλους ότι του αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία στο ρινγκ. Η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο πρώην φίλους είναι κάτι παραπάνω από ένα ματς. Για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν, ο Adonis πρέπει να ρισκάρει το μέλλον του και να παλέψει με τον Damian, έναν αδίστακτο πυγμάχο που δεν έχει τίποτα να χάσει.
Μαζί με το Planet of the Apes και το Top Gun: Maverick (to name a few), το Creed του 2015 είναι το σπάνιο παράδειγμα της Tinsletown, που “τσέκαρε” ολα τα σωστά κουτάκια στήν φάση αναβίωσης ενος επιτυχημένου franchise. Με τον Rocky του Sylvester Stallone να είναι τελικά “too old for this shit” , ώστε να φορέσει – ξανά – τα γάντια , δίνει τη σκυτάλη στον Adonis Creed του Michael B. Jordan, γιο του Apollo, του – τότε – αντιπάλου του Rocky. Ο Stallone επέστρεψε για το Creed II του 2018, το οποίο ουσιαστικά έμοιαζε με μια μικρή συνέχεια και ενα μεγάλο fan service του Rocky IV, ενω για το Creed III, ο Sly βγαίνει KO (μέγα φάουλ) , ουσιαστικά διαγραμμένος από το “σύμπαν” του Creed για το δεύτερο σίκουελ, με τον Jordan να είναι αποφασισμένος να είναι το “the main event” του φίλμ , κάνοντας μάλιστα και το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Σίγουρα, η δομή της ταινίας είναι γνωστή, αλλά ο τρόπος που αφηγείται την ιστορία είναι πολύ διαφορετική. Ναι, το Creed III μπορεί και στέκεται από μόνο του ως μια καλή ιστορία που δεν πατάει στην νοσταλγία των προηγούμενων ταινιών, ενώ παράλληλα δίνει στη σειρά τον πρώτο συναρπαστικό ανταγωνιστή της από κάποια ενναλακτική πραγματικότητα της δεκαετίας του ’80. Και ναι, αν και δεν βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το επίπεδο, είναι καλό με τον ίδιο τρόπο που ήταν το αρχικό Creed. Γιατί όπως μια τριλογία που θέλει να “σέβεται” τον εαυτό της, έτσι και εδω χτυπά η πόρτα του παρελθόντος. Φυσικά, είναι για το παρελθόν. Αλλά το παρελθόν του Creed, όχι το παρελθόν του Rocky (βλ. απουσία).
Το πρόβλημα, όμως, με τον Creed ως πρωταγωνιστή είναι ότι ολοκλήρωσε – τουλάχιστον στα μάτια μου – το arc story του στην πρώτη ταινία, όταν και απέδειξε ότι άξιζε να κουβαλά το (τεράστιο) όνομα του πατέρα του, κάτι που έκανε σε μια επική τελική μάχη με τον Ricky Conlan (Tony Bellew). Απο την άλλη , το Creed II δεν ήξερε πραγματικά τι να κάνει με τον Adonis, καθώς ήταν η ιστορία με τον αντίπαλό του Viktor Drago (Florian Munteanu) και τον πατέρα του Ivan (Dolph Lundgren) που έκανε την ταινία συναρπαστική. Τούτη η τρίτη ταινία βάζει τον Creed στο επίκεντρο, αλλά ακόμα δεν μπορεί να βρει έναν τρόπο να τον κάνει ενδιαφέρον.
Με τον Creed “συνταξιούχο” , είναι ο αντίπαλός του θα μας κεντρίσει το ενδιαφέρον. Ο Damian Anderson του Majors, κάποτε μέντορας του νεαρού Adonis και ένας πολλά υποσχόμενος πυγμάχος, μέχρι που ένα περιστατικό θα τον οδηγήσει στη φυλακή για 18 χρόνια. Μετά την αποφυλάκιση του, θα βρεί τον Adonis ψάχνοντας την ευκαιρία που θα του αλλάξει τη ζωή. Και οχι μόνο. Θέλει να πυγμαχήσει για τον τίτλο του πρωταθλητή. Και κάπως έτσι ο Adonis καλείται να αντιμετωπίσει αυτόν τον πικρόχολο και γεμάτο φθόνο άνθρωπο, που ήταν κάποτε φίλος του.
Φυσικά, όλα στρώνονται με τέτοιο τρόπο μέχρι ο Creed να μπεί ξανά στο ρινγκ και να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του, που έχουν πλέον πάρει την ογκώδη φυσική μορφή του Damian. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η ταινία τοποθετεί τον Creed ως αουτσάιντερ, όπως συνηθίζει να κάνει αυτή η σειρά, ωστόσο, παρά το γεγονός ότι είχε αποσυρθεί για μερικά χρόνια, που τον βάζει πραγματικά σε μειονεκτική θέση απέναντι σε έναν άνθρωπο που έχει περάσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες , “χτίζοντας” την εκδικησή του.
Σε αντίθεση με τις ανόητες φήμες που κυκλοφορούσαν , ο χαρακτήρας του Majors δεν είναι ο γιος του Clubber Lang. Αντίθετα, έχει ένα πολύ πιο συναρπαστικό σεναριακό κίνητρο , με το οποίο γίνεται ταυτόχρονα ένας τρομερός αντίπαλος και κάποιος που του αξίζει κάποια συμπάθεια. Έξυπνο και αντάξιο του ερμηνευτικού ταλέντου του Majors , αλλά και σεναριακό “κολπάκι” , καθώς είναι η πρώτη φορά σε αυτή τη σειρά από πιθανώς το Rocky IV, όπου ένας αντίπαλος/villain έχει τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία. Απο την άλλη , σίγουρα, ένας άντρας γύρω στα 30 του που μόλις βγήκε από τη φυλακή και δεν είχε ποτέ ούτε έναν επαγγελματικό αγώνα δεν έχει καμία δουλειά να “χτυπήσει” τον τίτλο του πρωταθλητή βαρέων βαρών του κόσμου (βλ. σεναριακές τρυπούλες).
Βέβαια όσο τούτο το φίλμ πηγαίνει προς τον συγκεκριμένο αγώνα , τόσο (αυτός ο αγώνας) μοιάζει με μια μικρή προδοσία της ταξικής δυναμικής του franchise του Rocky. Βλέπεται ο Rocky Balboa του Stallone είναι ένας από τους ελάχιστους ήρωες της εργατικής τάξης του αμερικανικού κινηματογράφου, και η υστεροφημία του ήταν που μας έκανε να τον αγαπήσουμε. Η ταινία του 1976 είδε έναν ταπεινό άνδρα , εναν πεινασμένο warrior που δεν είχε τίποτα να χάσει , να αντιπροσωπεύει τη εργατική τάξη ενάντια σε έναν επιβλητικό σόουμαν που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε την Αμερική.
Τώρα, στο Creed III μας ζητείται να ξεχωρίσουμε έναν πολυεκατομμυριούχο (φυσικά όπως ήταν και ο πατέρας του) που ζει στους λόφους του Λος Άντζελες σε μια μονομαχία εναντίον , πάλι , ενός άνδρα της εργατικής τάξης. Ο Majors κάνει πολλά για να δημιουργήσει ενσυναίσθηση , αλλά η ταινία του το επιτρέπει μόνο ως ένα σημείο , καθώς μετά τα μισά της ταινίας μεταμορφώνεται σε έναν κακό στο στύλ του …. Clubber Lang. Είναι μια άμεση ανατροπή του πώς η προηγούμενη ταινία κατάφερε να εξανθρωπίσει τον Ivan Drago, την πιο καρτουνίστικη φιγούρα ολόκληρου του franchise μέχρι εκείνο το σημείο.
Απο την άλλη , το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Jordan είναι μια μικρή αποκάλυψη. Αν και η απειρία του , “βγαίνει” στην τρίτη πράξη , η οποία φαίνεται λίγο βεβιασμένη , εκεί που πραγματικά η ταινία αφήνει το σημάδι της είναι οπτικά. Το Creed III έχει την πιο μοναδική εμφάνιση και αίσθηση από οποιαδήποτε ταινία του είδους , άλλα που παράλληλα παραμένει ρεαλιστική. Ενώ η ταινία παίρνει κάποιες ελευθερίες οπτικά, δεν αισθάνεται ποτέ έξω από αυτόν τον κόσμο. Αν μη τι άλλο, είναι σαν η ταινία να ζωντανεύει τους συμβολισμούς. Ενισχύει το συναίσθημα, την ιστορία και τον αντίκτυπο του ρίνγκ.
Για να μεταφερθούν όλα αυτά τα συναισθήματα και η δράση στον θεατή, ο Jordan και ο DP Kramer Morgenthau, που είχε αναλάβει και το Creed ΙΙ, επέλεξαν να γυρίσουν με ΙΜΑΧ κάμερες. Έτσι, το τρίτο κεφάλαιο της σειράς είναι η πρώτη ταινία με αθλητικό θέμα που γυρίστηκε με αυτή την τεχνολογία. H συνεργασία τούτη σπρώχνει τα σκηνοθετικά όρια και προσφέρει μία εντυπωσιακή και χορταστική κινηματογραφική εμπειρία που θα βυθίσει τον θεατή στην ιστορία, με κάθε σταγόνα ιδρώτα και κάθε μπουνιά.
Το Creed III είναι ενα κράμα δράματος και pure fun. Δεν είναι κάτι νεο ως ιστορία ή έστω ένα μοναδικό φαινόμενο. Δεν είναι καν μοναδικό ως ταινία του είδους. Ωστόσο, παρόλα αυτά, αλλά και την αισθητή απουσία του Stallone , ο Michael B. Jordan έφτιαξε κάτι που τουλάχιστον οπτικά – αν και προβλέψιμο – δείχνει φρέσκο με το Creed III. Είναι κάτι που έχετε δει, σε αντίθεση με οποιονδήποτε τρόπο το έχετε δει στο παρελθόν.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: ★★★☆☆
Ακόμα, μπορείτε να δείτε:
Creed 3 Trailer
Share