Ο Μπουσκαπέ μεγαλώνει στην Πόλη του Θεού, μια λαϊκή συνοικία του Ρίο ντε Τζανέιρο, που από την «ερασιτεχνική» εγκληματικότητα της δεκαετίας του ‘60, περνά στο οργανωμένο έγκλημα μέσα από τη διακίνηση των ναρκωτικών και τον πόλεμο των συμμοριών στη δεκαετία του ’70. Εκείνος, ωστόσο, καταφέρνει να βρει διέξοδο, χάρη στην ενασχόλησή του με τη φωτογραφία.
Το 2003, ο άγνωστος τότε Fernando Meirelles (αργότερα πήρε το “εισιτήριο” για το Χόλιγουντ χωρίς την κατάλληλη αξιοποίηση, αν εξαιρέσουμε τον Επίμονο Κηπουρό) παρέδωσε μια συγκλονιστική ταινία (μαζί με την Katia Lund) που όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, τάραξε τα νερά του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Ένα θέμα-ταμπού με πολλούς να το προσπερνούν, είτε να ασχολούνται επιδερμικά, έγινε μια από τις καλύτερες ξενόγλωσσες ταινίες που έχουμε παρακολουθήσει εδώ και πολλά χρόνια. Πρόκειται για μια από τις πιο σκληρές ταινίες που έχουμε δει πολλά χρόνια τώρα. Σκληρές περισσότερο για την ωμότητα των εικόνων της και κυρίως του περιεχομένου της, παρά με βία για την βια.
Στα χέρια άλλων σκηνοθετών (ειδικότερα κάποιου Αμερικάνου), ίσως είχε μια διαφορετική προσέγγιση, εστιασμένη περισσότερο στην βία. Εδώ όμως, έχουμε μια πιο ανθρωποκεντρική προσέγγιση χωρίς την διάθεση να γίνει η ταινία δακρύβρεχτη και κουραστική.
Όλα τα λεφτά είναι η σκηνοθεσία της ταινίας. Όχι ότι οι ερμηνείες πάνε πίσω (το αντίθετο μάλιστα), αλλά αναδεικνύονται από το κοφτερό μοντάζ και την εξαίσια οπτική που μας δίνει ο Meirelles με την Lund. H ταινία από την αρχή μέχρι και το τέλος της είναι ένα πραγματικό κομψοτέχνημα και πρέπει να διδάσκεται σε σχολές για το πως γυρίζονται σκληρές ταινίες, χωρίς να γίνονται υπερβολικές.
Σε συνδυασμό με την υπέροχη αφήγηση, η ταινία συνδυάζει ιδανικά το παρόν και το μέλλον με προσεγμένους διαλόγους, εξαιρετικά γυρισμένα πλάνα σε μια ταινία-γροθιά στο στομάχι. Οι κύριοι ηθοποιοί αλλά και αυτοί που πλαισιώνουν το υπόλοιπο καστ (όλοι τους ερασιτέχνες παρακαλώ!) είναι πειστικότατοι και νομίζεις ότι όλα αυτά εκτυλίσσονται σε πραγματικό χρόνο μπροστά σου. Κρίμα που αυτή η ταινία δεν πήρε τα βραβεία που άξιζε και κυρίως Όσκαρ Ξενόγλωσσης και σκηνοθεσίας το 2002.
Δεν χρειάζεται να πούμε παραπάνω για το City Of God. Η ταινία δεν θέλει σε κανένα σημείο να “χρυσώσει το χάπι”, τα παρουσιάζει όλα με απίστευτη ωμότητα, χωρίς να “προσβάλλει” τον θεατή, σε μια αυθεντική παραγωγή που εντυπωσιάζει με τον ρεαλισμό της και μια ταινία που δεν πρέπει να χάσετε για κανένα μα κανένα λόγο. Αν την έχετε δει φυσικά ξέρετε για τι μιλάμε και άλλη μια θέαση σίγουρα επιβάλλεται.
Ακολουθεί ένα βιντεάκι από το κανάλι του Cinefix
Share