Βερολίνο, αρχές 1930. Η τοπική κοινωνία αναστατώνεται από την ύπαρξη ενός τρομακτικού σίριαλ κίλερ, που σκοτώνει μόνο παιδιά. Ο «δράκος» αυτός, καταφέρνει και ξεφεύγει συνέχεια και ο αριθμός των παιδιών που εξαφανίζονται μεγαλώνει. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιος μπορεί να είναι αλλά ο δολοφόνος έχει ένα χαρακτηριστικό: σφυρίζει πάντα έναν συγκεκριμένο σκοπό από ένα κομμάτι κλασικής μουσικής… Στο μεταξύ, η υποψία πλανάται στον αέρα και οι άνθρωποι ψάχνουν ανάμεσά τους τον στυγνό δολοφόνο. Η αστυνομία κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να εντοπίσει τον δολοφόνο, φρουρεί κάθε δρόμο και ερευνά τις συνοικίες σπιθαμή προς σπιθαμή. Παράλληλα, ο υπόκοσμος της περιοχής αποφασίζει να αναλάβει δράση! Οι μικροκακοποιοί και οι κλέφτες, δυσανασχετούν με τη βαριά αστυνόμευση της περιοχής, που δεν τους επιτρέπει πια να κάνουν τις απατεωνιές τους, και αποφασίζουν να βρουν αυτοί μόνοι τους τον σίριαλ κίλερ και να δώσουν ένα τέλος σε όλο αυτό. Συνεννοούνται με τους ζητιάνους των δρόμων, που κυκλοφορούν παντού χωρίς να τους υποψιάζεται κανείς, και τους αναθέτουν το έργο να κατασκοπεύουν στους δρόμους για να ανακαλύψουν τον απεχθή εγκληματία. Πράγματι, σύντομα ο δολοφόνος προδίδεται από τον μουσικό σκοπό που σφυρίζει, τον οποίο αναγνωρίζει ένας τυφλός ζητιάνος. Ο δολοφόνος πέφτει στα χέρια των κακοποιών, οι οποίοι τον πάνε σε ένα λαϊκό δικαστήριο δικό τους, με σκοπό την αυτοδικία.
- Γράφει ο Παναγιώτης Πυλαρινός από το Cinemafiles
Το «Μ», βασίζει χαλαρά την υπόθεσή του στην υπόθεση του γερμανού σίριαλ κίλερ Πέτερ Κούρτεν, τον λεγόμενο «Δράκο του Ντίσελντορφ», που έδρασε τη δεκαετία του ’20, αν και ο Λανγκ έλεγε ότι η ταινία αντλεί στοιχεία και από διάφορους άλλους σίριαλ κίλερς που τρομοκρατούσαν εκείνη την εποχή τη Γερμανία, όπως τους Χάαρμαν, Γκρόσμαν και Ντένκε.
Πόσο αξέχαστο είναι το σφύριγμα του δολοφόνου στην ταινία! Ο διάσημος μουσικός σκοπός από την σουίτα νο.1 από το «Πέερ Γκυντ» του Έντβαρντ Γκριγκ, που προμηνύει το κακό που πρόκειται να επακολουθήσει… Και πόσο έξυπνος και δεξιοτέχνης ο Φριτς Λανγκ, που χρησιμοποιεί αυτό το ηχητικό τέχνασμα, στην πρώτη του κιόλας ομιλούσα ταινία, για να υποδηλώσει την απειλητική και δυσοίωνη παρουσία του δολοφόνου στην υπόθεση!
Το «Μ», γυρισμένο το 1931, στην κρίσιμη εποχή του μεσοπολέμου, μόλις οι ναζί αρχίζουν σιγά σιγά να κάνουν αισθητή την απεχθή παρουσία τους, είναι η αποθέωση του ζοφερού κλίματος φόβου και επικείμενου κακού που εγκυμονούσε στη γερμανική κοινωνία εκείνης της εποχής. Ο δολοφόνος είναι ανάμεσά μας και δεν είναι ένας αλλά σύντομα πολλοί: όλοι οι ναζί. Η κοινωνία περνάει κρίση, οι αξίες δοκιμάζονται. Αρκεί η ιδέα ενός άγνωστου δολοφόνου που κυκλοφορεί ανάμεσά μας για να υπάρχει ένα διάχυτο αίσθημα φόβου, ώστε οι άνθρωποι να χάνουν την ψυχραιμία τους, να μετατρέπονται σε όχλο, να παραιτούνται από δικαιώματά τους και να αποδέχονται μεγαλύτερη αστυνόμευση… Σε τέτοιες κρίσιμες καταστάσεις, μια ισχυρή αυταρχική δύναμη συνήθως εμφανίζεται που μεταφέρει στον κόσμο ένα κίβδηλο αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας, όπως θα συνέβαινε δύο χρόνια μετά την ταινία, με την άνοδο των ναζί στην εξουσία το 1933…
Πόσο προφητική και πόσο διορατική είναι αυτή η αριστουργηματική ταινία που, ενώ δεν αναφέρεται βέβαια στους ναζί, εκφράζει όλη αυτή την εκρηκτική ατμόσφαιρα και τις ζοφερές, παρακμιακές συνθήκες μιας κοινωνίας που νοσεί. Όταν γυρίστηκε η ταινία, στη Γερμανία δεν είχε γίνει ακόμα ξεκάθαρη η επιλογή ανάμεσα στην αναρχία και την αυταρχικότητα, γεγονός που διατηρεί ζωντανή ακόμα τη διαμάχη ανάμεσα στα λούμπεν στοιχεία και το νόμο, και ο Λανγκ αρπάζει την ευκαιρία να το απεικονίσει αυτό μέσα στην ταινία του.
Το «Μ» είναι μια ταινία με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, όπου ακόμα υπάρχει ελευθερία λόγου. Δύο παράλληλες κοινωνίες, αυτές του επίσημου κράτους με την αστυνομία και της παρανομίας με τους κακοποιούς που έχουν τους δικούς τους νόμους, συναγωνίζονται και ανταγωνίζονται πάνω στο ίδιο θέμα, η κάθε μια για διαφορετικούς λόγους: την εύρεση του δολοφόνου.
Και ενώ η ταινία δεν αρνείται την αποτελεσματικότητα των αστυνομικών επιθεωρητών, όπου με μεγάλη μεθοδικότητα φτάνουν στα ίχνη του εγκληματία -σε κάποιες υπέροχες σκηνές που έχουν εμπνεύσει πολλές αστυνομικές ταινίες αλλά σίγουρα και αμέτρητες τηλεοπτικές σειρές, όπου η εγκληματολογική έρευνα για την έχει γίνει κοινός τόπος- η πλάστιγγα γέρνει λίγο περισσότερο προς το μέρος του υπόκοσμου, που λόγω εξυπνάδας και πρακτικότητας που έχουν αποκτήσει στην πιάτσα, αναλαμβάνουν δράση από μόνοι τους και φέρνουν αποτέλεσμα. Τίθεται βέβαια και εδώ το ζήτημα της αυτοδικίας, ένα πολύ σημαντικό θέμα ειδικά εκείνη την εποχή αλλά και γενικότερα. Σε μια εκπληκτική σκηνή, σε ένα αυτοσχέδιο λαϊκό δικαστήριο, ο δολοφόνος έρχεται αντιμέτωπος όχι με τους αποστασιοποιημένους, ανώτερους κοινωνικά αστούς του επίσημου κράτους, αλλά με τους συμμορίτες, τους προαγωγούς, τους κλέφτες και κρίνεται από αυτούς, βγάζοντας έναν συγκλονιστικό λόγο υπεράσπισης, που αγγίζει το θέμα της ψυχολογία του εγκληματία.
Η ταινία παίρνει έτσι και διαστάσεις κοινωνιολογικής και ψυχολογικής πραγματείας πάνω στην ανθρώπινη φύση. Ένας πραγματικά λαμπερός και ξεχωριστός συνδυασμός, που, με τον ευρηματικό, εξπρεσιονιστικό τρόπο του Λανγκ, μας δίνει μια κινηματογραφική δημιουργία άνευ προηγουμένου.
Tο αριστούργημα του Φριτς Λανγκ , κυκλοφορεί σε επανέκδοση από τη New Star και προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες Mikrokosmos και Studio , από τις 5 Σεπτέμβρη.
– Ακόμα, μπορείτε να δείτε:
Μ Trailer
Share